- λεπτό έντερο
- Βλ. λ. έντερο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… … Dictionary of Greek
έντερο — έντερο, το και άντερο, το (ανατ.), το μέρος του πεπτικού σωλήνα που αρχίζει από το στομάχι και φτάνει στον πρωκτό, μέσα στο οποίο αποτελειώνεται η πέψη των τροφών, γίνεται η απομύζησή τους και μετατρέπονται τα κατάλοιπά τους σε περιττώματα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεπτό — Υποδιαίρεση μονάδων μέτρησης (βλ. λ. μέτρηση και μέτρο). 1. Χρονική μονάδα ίση με το ένα εξηκοστό της ώρας. 2. Μονάδα μέτρησης γωνιών, ίση με το ένα εξηκοστό της μοίρας. 3. Νομισματική μονάδα, ίση με το ένα εκατοστό του ευρώ. * * * και λεφτό, το… … Dictionary of Greek
πεπτικό σύστημα — Το πεπτικό σύστημα αποτελείται από πολυάριθμα όργανα που, ενωμένα κατά σειρά, σχηματίζουν ένα μακρό σωλήνα, που στον ενήλικο μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 12 13 μ. (πεπτικός σωλήνας), και από προσαρτημένους αδένες, όπως οι σιελογόνοι, το συκώτι… … Dictionary of Greek
ταινία — (taenia solium ταινία η μονήρης). Παράσιτο του γένους των πλατυέλμινθων, της τάξης των κεστωδών, της οποίας αποτελεί τυπικό είδος. Η τ. αυτή συμπληρώνει συνήθως την τελική φάση της ανάπτυξής της παρασιτώντας στο λεπτό έντερο του ανθρώπου, όπου… … Dictionary of Greek
περιτόναιο — Ορογόνος μεμβράνη, που καλύπτει την κοιλιακή κοιλότητα και μεγάλο μέρος των περιεχομένων σ’ αυτήν οργάνων επειδή αποτελείται από ένα μοναδικό φύλλο, όταν αναδιπλώνεται από τα τοιχώματα της κοιλιακής κοιλότητας προς τα διάφορα όργανα κι όταν περνά … Dictionary of Greek
ασκαρίδες — Υπόταξη των νηματελμίνθων, με σώμα κυλινδρικό λεπτό και μυτερό στα δύο άκρα. Το στόμα τους είναι εφοδιασμένο με τρεις προεξοχές σαν χείλη. Οι α. παρασιτούν μέσα στο έντερο των θηλαστικών (η α. η σκωληκοειδής είναι παράσιτο του ανθρώπου, η α. η… … Dictionary of Greek
δωδεκαδάκτυλο — Το πρώτο τμήμα του λεπτού εντέρου, που ακολουθεί το στομάχι, συνεχίζει οπισθοπεριτοναϊκά περιβάλλοντας την κεφαλή του παγκρέατος και καταλήγει στο σημείο όπου το λεπτό έντερο βρίσκεται μέσα στην περιτοναϊκή κοιλότητα. Στο δ. εκβάλλουν ο χοληδόχος … Dictionary of Greek
αμοιβάδωση — Λοιμώδης νόσος, πολύ μεταδοτική, η οποία οφείλεται στην ιστολυτική αμοιβάδα που ζει στο παχύ έντερο. Το μονοκύτταρο αυτό πρωτόζωο εγκαθίσταται στο λεπτό έντερο του ανθρώπου. Κλινικά, η νόσος διακρίνεται σε οξεία και σε χρόνια μορφή· στην πρώτη… … Dictionary of Greek
θρυψίνη — Πρωτεολυτικό ένζυμο της τάξης των υδρολασών, που σχηματίζεται στο έντερο από την επίδραση της εντεροπεπτιδάσης (παλαιότερα γνωστή ως εντεροκινάση) στο προένζυμο θρυψινογόνο του παγκρέατος. Η θ. ανήκει στην κατηγορία των ενδοπεπτιδασών ή πρωτεασών … Dictionary of Greek